δροσοβολώ

δροσοβολώ
(AM δροσοβολῶ, -έω)
σκορπίζω δροσιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δροσοβολώ — δροσοβόλησα, ρίχνω δροσιά: Δροσοβόλησαν τα δέντρα στην αυλή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδροσοβόλητος — η, ο [δροσοβολώ] αυτός που δεν δροσίστηκε, ο αδρόσιστος …   Dictionary of Greek

  • αδροσοβόλιστος — η, ο [δροσοβολώ] ο αδροσοβόλητος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”